φωτόφωνο

φωτόφωνο
το συσκευή που χρησιμεύει στη μετάδοση της φωνής σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια φωτεινής δέσμης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωτόφωνο — το, Ν φυσ. συσκευή για τη μετάδοση ήχων μέσω διαμορφωμένης φωτεινής δέσμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophone (< φωτ[ο] * + φωνή). Η λ., στον λόγιο τ. φωτόφωνον, μαρτυρείται από το 1881 στον Σπ. Μαυρογένη] …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”